αλαλία

αλαλία
Αρχαία ελληνική πόλη (λεγόταν και Αλαλίη και αργότερα Αλερία) στην ανατολική ακτή της Κορσικής, αποικία των Φωκαέων (565 π.Χ.). Βλ. λ. Αλερία. Ναυμαχία της Α. Μία από τις σημαντικότερες ναυμαχίες της αρχαιότητας, στη Μεσόγειο. Έγινε το 540 π.Χ. ανάμεσα στον συνασπισμένο στόλο των Ετρούσκων και Καρχηδονίων και τον στόλο των Φωκαέων. Αν και στη μάχη οι Έλληνες κυριάρχησαν του υπερδιπλάσιου στόλου των αντιπάλων τους, έπαθαν όμως μεγάλες ζημιές και γι’ αυτό αναγκάστηκαν να αποσυρθούν από την Κορσική.
* * *
η (Α ἀλαλία) (Ν και αλαλιά) [ἄλαλος]
νεοελλ.
έλλειψη λαλιάς, φωνής, απόλυτη σιωπή, «βουβαμάρα»
αρχ.
πονηρία, αταξία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀλαλία — ἀλαλίᾱ , ἀλαλία fem nom/voc/acc dual ἀλαλίᾱ , ἀλαλία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλαλία — αλαλία, η και αλαλιά, η έλλειψη της ικανότητας να μιλά κανείς: Ύστερα από όσα άκουσε είχε πάθει αλαλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀλαλία — Ἀλαλίᾱ , Ἀλαλίη fem nom/voc/acc dual Ἀλαλίᾱ , Ἀλαλίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαλίαν — ἀλαλίᾱν , ἀλαλία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλαλίαν — Ἀλαλίᾱν , Ἀλαλίη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαλίη — ἀλαλία fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαλίην — ἀλαλία fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αλερία — (Αleria). Χωριό (2.000 κάτ.) της Κορσικής στην ανατολική ακτή της, κοντά στην εκβολή του ποταμού Ταβινιάνο, γνωστό και ως Αλαλία. Κύριες ασχολίες των κατοίκων του είναι η γεωργία και η αλιεία. Η Α. είναι χτισμένη στον χώρο της αρχαίας Αλαλίας,… …   Dictionary of Greek

  • Alalia — (Del gr. alalia, habla defectuosa.) ► sustantivo femenino MEDICINA Imposibilidad de articular sonidos por causa de una afección local de los órganos vocales o de una lesión nerviosa. * * * alalia (del gr. «alalía») f. Med. Privación del *habla… …   Enciclopedia Universal

  • alalia — (Del gr. alalia, habla defectuosa.) ► sustantivo femenino MEDICINA Imposibilidad de articular sonidos por causa de una afección local de los órganos vocales o de una lesión nerviosa. * * * alalia (del gr. «alalía») f. Med. Privación del *habla… …   Enciclopedia Universal

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”